Με τον όρο κήλη (των κοιλιακών τοιχωμάτων) χαρακτηρίζουμε την έξοδο ή προβολή ενός ενδοκοιλιακού οργάνου από μια ευένδοτη θέση ή χάσμα του κοιλιακού τοιχώματος. Προδιαθεσικοί παράγοντες για την εμφάνιση κηλών αποτελούν:
- Η ατελής διάπλαση των κοιλιακών τοιχωμάτων, που προκαλεί κήλες στα νεογνά και τα βρέφη.
- Η εκφύλιση των κοιλιακών τοιχωμάτων λόγω προχωρημένης ηλικίας, υποσιτισμού ή κακής διατροφής.
- Η συστηματική και μακροχρόνια αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης που προκαλείται από καταστάσεις όπως η παχυσαρκία, ο χρόνιος βήχας, η δυσκοιλιότητα, οι πολλοί τοκετοί και η βαριά χειρωνακτική εργασία.
- Οι τραυματισμοί και οι ανοικτές χειρουργικές επεμβάσεις.
Οι διάφορες κοίλες κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τη θέση εντόπισής αλλά αλλά και το μηχανισμό δημιουργίας τους σε:
Επιγαστρικές κήλες ή κήλες της λευκής γραμμής, που εμφανίζονται στην περιοχή ανάμεσα στο στέρνο και τον ομφαλό
Ομφαλοκήλες και παρομφαλοκήλες, που εμφανίζονται στην περιοχή του ομφαλού
Βουβωνοκήλες και μηροκήλες, που εμφανίζονται αντίστοιχα στη βουβωνική περιοχή και στην έξοδο των κεντρικών αγγείων του κάτω σκέλους από των κορμό προς το μηρό
Μετεγχειρητικές κήλες, που δημιουργούνται μετά από μια χειρουργική επέμβαση.
Η σύγχρονη χειρουργική αντιμετώπιση των κηλών γίνεται κυρίως με την εφαρμογή των αρχών της ελάχιστα παρεμβατικής χειρουργικής. Το σύνολο των κηλών μπορεί να αντιμετωπισθεί πλέον λαπαροσκοπικά, προφέροντας πολλαπλά πλεονεκτήματα στον ασθενή όπως:
- Απόλυτη εφαρμογή της “ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής – minimally invasive surgery”.
- Πολύ μικρές τομές οι οποίες με τις οποίες υπο-δεκαπλασιάσουμε ουσιαστικά το χειρουργικό τραύμα.
- Ελαχιστοποίηση του μετεγχειρητικού πόνου.
- Άριστο αισθητικό αποτέλεσμα, αφού πρακτικά δεν απομένουν ουλές μετά από τις επεμβάσεις.
- Ταχύτερη ανάρρωση και γρηγορότερη έξοδος από το νοσοκομείο.
- Μικρότερο κόστος νοσηλείας και ταχεία επάνοδο στην εργασία.
- Μεγέθυνση εικόνας κατά 10-15 φορές, πετυχαίνοντας έτσι τον ελάχιστο δυνατό τραυματισμό των ιστών και μηδαμινή απώλεια αίματος.
- Σχεδόν εξάλειψη των μετεγχειρητικών επιπλοκών που έχουν σχέση με το τραύμα, όπως η διαπύηση, η διάσπαση, ο χρόνιος πόνος κ.λπ.
- Λιγότερες αναπνευστικές και καρδιαγγειακές επιπλοκές.
- Κατακόρυφη μείωση των πιθανοτήτων για δημιουργία μετεγχειρητικών συμφύσεων.
- Ο ασθενής προφυλάσσεται από τη μετάδοση ν λοιμώξεων (πχ ηπατίτιδα, AIDS), αφού χρησιμοποιούνται εργαλεία μιας χρήσης.
- Αποκαθίστανται αμφοτερόπλευρες βουβωνοκήλες με τις ίδιες τομές.
- Αποτελεί την ιδανική επέμβαση για αποκατάσταση υποτροπής βουβωνοκήλης μετά από προηγηθείσα “ανοιχτή” εγχείρηση.
- Είναι ιδανική για την ενίσχυση του κοιλιακού τοιχώματος σε αθλητές (αντιμετώπιση του συνδρόμου “κοιλιακών προσαγωγών – κήλη των αθλητών”).
Κήλη των αθλητών
Το σύνδρομο κοιλιακών προσαγωγών ή αλλιώς κήλη των αθλητών (sportsman’s hernia), είναι μια πολύ γνωστή πάθηση που αντιμετωπίζουν αρκετοί αθλητές αλλά και άνθρωποι με έντονη σωματική δραστηριότητα. Η πάθηση αυτή προκαλείται από σταδιακή εκφύλιση του οπισθίου τοιχώματος του βουβωνικού πόρου, με αποτέλεσμα μία μη ορατή, μικρή και μη ανιχνεύσιμη κατά την εξέταση βουβωνοκήλη. Η κήλη των αθλητών χαρακτηρίζεται από άλγος στη βουβωνική χώρα που επιτείνεται κατά τη σωματική άσκηση, ενώ η συχνότητα και η ένταση των συμπτωμάτων σταδιακά επιδεινώνεται. Ο πόνος εμφανίζεται συνήθως στη μηροβουβωνική περιοχή, στο περίνεο και στους γλουτούς. Η αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης (π.χ. βήχας) μπορεί να αναπαράγει τον πόνο ή και να προκαλέσει επέκταση του άλγους στους όρχεις.
Η θεραπεία είναι αποκλειστικά χειρουργική. Η λαπαροσκοπική εξωπεριτοναϊκή αποκατάσταση με τοποθέτηση πλέγματος (TEP) είναι η μέθοδος που προσφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα στην αντιμετώπιση του συνδρόμου. Η αποκατάσταση της κήλης πραγματοποιείται μέσα από 3 τομές λίγων χιλιοστών, χωρίς να κόβονται οι μυς του κατώτερου κοιλιακού τοιχώματος, όπως συμβαίνει στις ανοικτές επεμβάσεις.
Το πλεονέκτημα είναι ακόμα πιο προφανές όταν η κήλη είναι αμφοτερόπλευρη, οπότε η διόρθωση μπορεί να γίνει με τις ίδιες τομές. Μετεγχειρητικά ο ασθενής αισθάνεται ελάχιστο έως καθόλου πόνο, επιστρέφει στην προπόνηση σε δύο εβδομάδες και πλήρως στις αγωνιστικές του υποχρεώσεις σε 4 εβδομάδες, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις ανοιχτής επέμβασης στις οποίες απαιτείται συνήθως 3-4 φορές μεγαλύτερη περίοδος μετεγχειρητικής ανάρρωσης.